ευγενή μέταλλα

ευγενή μέταλλα
Είναι τα μέταλλα χρυσός, άργυρος, λευκόχρυσος και τα μέταλλα της ομάδας του λευκόχρυσου (ιρίδιο, όσμιο, παλλάδιο, ρόδιο και ρουθήνιο), που οφείλουν την ονομασία τους στη μεγάλη χημική σταθερότητά τους. Επιπλέον, ο χρυσός, ο άργυρος και ο λευκόχρυσος έχουν μεγάλη πλαστικότητα, ενώ τα μέταλλα της ομάδας του λευκόχρυσου χαρακτηρίζονται ως πυρίμαχα. Τα ε.μ. χρησιμοποιούνται στην κατασκευή διαφόρων τεχνουργημάτων, στη βιομηχανία ηλεκτρικών ειδών για την κατασκευή πολύ σταθερών επαφών, στη βιομηχανία χημικών μηχανημάτων και για την κατασκευή διάφορων συσκευών ανθεκτικών στη διάβρωση (ηλεκτρικοί θερμαντήρες, κλίβανοι υψηλής θερμοκρασίας κλπ.), στην ιατρική (σε όργανα, εξαρτήματα, συσκευές, τεχνητά μέλη κλπ.), στη φωτογραφική και κινηματογραφική βιομηχανία για την κατασκευή φωτοευαίσθητων υλικών, στην κατασκευή αντιτριβικών κραμάτων και συγκολλητικών, ως καταλύτες σε ορισμένες αντιδράσεις, στον καθαρισμό του νερού κ.α. Τα ε.μ. αποχωρίζονται από κυανιούχα διαλύματα ως ενώσεις με ιοντοεναλλακτικές ρητίνες, αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εξαγωγή τους από μεταλλεύματα και βακτήρια (βακτηριακός καθαρισμός). Η απώλεια του χρυσού, κατά τον καθαρισμό, είναι μόνο 0,06% (η περιεκτικότητα του χρυσού στο καθαρισμένο μέταλλο είναι συνήθως 999,9%) και οι απώλειες των μετάλλων της ομάδας του λευκόχρυσου δεν ξεπερνούν τα 0,1%.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευγενής — ές (ΑΜ εὐγενής, ές, Α εὐηγενής, ὲς και ἠϋγενής, ές) 1. αυτός που κατάγεται από καλή, αρχοντική γενιά 2. (για ζώα) αυτός που προέρχεται από καλή ράτσα («εὐγενὴς λέων», Αισχύλ.) 3. (για φυτά) εκλεκτής ποιότητας («εὐγενεῑς κλάδοι», Αιλ.) 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… …   Dictionary of Greek

  • Yannis Kondos — Infobox Writer name = Yannis Kondos Γιάννης Κοντός imagesize = caption = birthdate = 1943 birthplace= nationality= Greek deathdate = deathplace= spouse = children = occupation =poet genre = period =1970 ndash; influences = influenced = website =… …   Wikipedia

  • βασιλικό ύδωρ — Καθιερωμένη ονομασία μείγματος πυκνού υδροχλωρικού (ΗCl) και νιτρικού οξέος (ΗΝΟ3) εξαιτίας της ικανότητάς του να διαλύει τα ευγενή μέταλλα χρυσό και λευκόχρυσο. Το πυκνό θειικό οξύ (H2SO4) δε διασπά το HCl, σε αντίθεση με το HNO3 που είναι… …   Dictionary of Greek

  • νιτρικό οξύ — Χημική ανόργανη ένωση (H ΝΟ3), ένα από τα ισχυρότερα γνωστά οξέα· στο Μεσαίωνα το χρησιμοποιούσαν οι χαράκτες για εργασίες πάνω σε χαλκό, με το όνομα «άκουα φόρτε». Τα άλατά του συναντιούνται αρκετά στη φύση: στη λιθόσφαιρα βρίσκονται το νιτρικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

  • κίβδηλος — η, ο (ΑΜ κίβδηλος, ον) 1. (για ευγενή μέταλλα και για νομίσματα που προήλθαν από αυτά) νοθευμένος με ευτελή μέταλλα, κάλπικος, παραχαραγμένος, παραποιημένος («χρυσοῡ κιβδήλοιο καὶ ἀργύρου», Θέογν.) 2. μτφ. δόλιος, ανειλικρινής, ψεύτικος, απατηλός …   Dictionary of Greek

  • ευγενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. ο λεπτός στους τρόπους, αλλ. ευγενικός. 2. μτφ., για μέταλλα, αυτός που έχει αξία: Ευγενή μέταλλα (χρυσός, πλατίνα, άργυρος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”